- πεντάκλωστος
- και πεντάκλωνος, -η, -ο(για νήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε κλωστές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + κλωστή / κλώνος. Ο τ. πεντάκλωνος μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντάκλωστος — πεντάκλωστος, η, ο και πεντάκλωνος, η, ο αυτός που αποτελείται από πέντε κλωστές: Πεντάκλωνο νήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek